ἐπικειμένων — ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp fem gen pl ἐπίκειμαι to be laid upon perf part mp masc/neut gen pl ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp fem gen pl ἐπίκειμαι to be laid upon pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
надълежати — НАДЪЛЕЖ|АТИ (3*), ОУ, ИТЬ гл. 1. Быть расположенным над чем л.: ѥсть бо мала гора надълежащи надъ манастырьмь тѣмь. ЖФП XII, 55г; есть бо гора мала надъ·лежащи [так!] надъ манастыремъ. ПрП XIV–XV (2), 93б. 2. Быть во главе чего л … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αγγειό — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
επίκειμαι — (AM ἐπίκειμαι) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος, βρίσκομαι πάνω σε κάτι («ἐπίκειται σῇ κεφαλῇ στέφανος», Θεόγν.) 2. (για κακό) βρίσκομαι κοντά, είμαι προσεχής, πλησιάζω, επικρέμαμαι (α. «τόν τε ἐπικείμενον κίνδυνον», Ηρωδιαν. β) «επίκειται πόλεμος … Dictionary of Greek
φλύσχης — Στη γεωλογία, όρος της γερμανοελβετικής διαλέκτου (flysch), που σημαίνει «έδαφος που ολισθαίνει». Χρησιμοποιήθηκε από πολύ παλιά για να χαρακτηριστεί ένας ιδιαίτερος, κρητιδοπαλιογενής σχηματισμός των βόρειων Άλπεων, ενώ σήμερα αρχίζει να… … Dictionary of Greek